Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βρυασμός — βρυασμός, ο (Α) [βρυάζω] ηδονή, τέρψη … Dictionary of Greek
βρυασμόν — βρυασμός voluptuousness masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)